ἔναλος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἔναλος]] | |sltr=[[ἔναλος]] of the [[sea]] πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:55, 3 September 2022
English (LSJ)
ον, = ἐνάλιος, πόλις h.Ap.180, Critias Fr.2.7 D.; ἀκταί E. Hel.1130 (lyr.), Tim.Pers.109; πρῷραι E.El.1348 (anap.); ἔ. θρέμματα Arion 1.9; in later Prose, κώπη, opp. ἔξαλος, S.E.M.7.414.
German (Pape)
[Seite 826] = ἐνάλιος; H. h. Ap. 180; Eur. Hel. 1130 El. 1348; πόρος Archestr. Ath. VII, 278 d; Plut. τόποι, Arat. 50; κώπη Sext. Emp. adv. math. 7, 414, Ggstz ἔξαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 180 Εὐρ. Ἑλ. 1130, Ἠλ. 1348, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 28Β˙ ἔναλα θρέμματα Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 587.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐνάλιος.
English (Slater)
ἔναλος of the sea πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357.
Spanish (DGE)
(ἔνᾰλος) -ον
1 que está al borde del mar, marítimo Μίλητος ἔ. πόλις h.Ap.180, Critias Eleg.1.6, ἀκταί E.Hel.1130, Tim.15.98, χερσαῖοι, ... ἔναλοι τόποι Plu.Arat.50.
2 marino, que está en el mar, del mar ἄγρα Pi.Fr.357, πρῷραι E.El.1348, δελφῖνες, ἔναλα θρέμματα Lyr.Adesp.21.9, κέλευθοι Lyr.Alex.Adesp.SHell.992.2, ἔξαλος καὶ ἔ. κώπη el remo que está fuera y dentro del mar al remar, S.E.M.7.414, cf. E.Andr.855
•neutr. subst. τὰ ἔ. animales marinos Plu.2.966b, 975c.
Greek Monolingual
ἔναλος, -ον (Α)
ενάλιος, θαλάσσιος, θαλασσινός.
Greek Monotonic
ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνᾰλος: HH, Eur., Plut., Sext. = ἐνάλιος.
Middle Liddell
ἔν-ᾰλος, ον adj = ἐνάλιος, Hhymn., Eur.]