πλαγγών: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "σφαῑρα" to "σφαῖρα")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῑρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγγ</i>-<i>ος</i>), η [[σημασία]] της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο <i>Πλαγγών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλαγγόνων</i>) [[μάλλον]] ταυτίζεται με το προσηγορικό].
|mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῖρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>πλάγγ</i>-<i>ος</i>), η [[σημασία]] της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο <i>Πλαγγών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλαγγόνων</i>) [[μάλλον]] ταυτίζεται με το προσηγορικό].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 19:01, 4 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγγών Medium diacritics: πλαγγών Low diacritics: πλαγγών Capitals: ΠΛΑΓΓΩΝ
Transliteration A: plangṓn Transliteration B: plangōn Transliteration C: plaggon Beta Code: plaggw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, wax-puppet, doll, Call.Cer.92.

German (Pape)

[Seite 623] ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγγών: -όνος, ὁ, (πλάσσω) κηρίνη κοῦκλα, Καλλ. εἰς Δήμητρ. 91. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πλαγγών· κήρινον τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθὶς (κάχαρις;), καὶ πλαγγόνες κεκρύφαλα».

Greek Monolingual

η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῖρα, καλαθίς»
β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω (πρβλ. πλάγγ-ος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wax figure, wax doll (Call. Cer. 91)
Derivatives: πλαγγόνιον n. kind of ointment (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer Πλαγγών; also πλαγγών as appellat. from the PN (D. a. o.)?

Frisk Etymology German

πλαγγών: {plaggṓn}
Meaning: Wachsfigur, Wachspuppe (Kall. Cer. 91)
Derivative: mit πλαγγόνιον n. Art Salbe (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Etymology: Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch πλαγγών als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?
Page 2,547