δακτυλῖτις: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br />bot. [[aristoloquia larga]], [[Aristolochia longa L. | |dgtxt=-ιδος, ἡ<br />bot. [[aristoloquia larga]], [[Aristolochia longa]] L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.<i>Etym</i>.17.9.52, cf. [[δακτυλίς]] 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α δακτυλῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] από τα οποία το γνωστότερο [[είναι]] η [[δακτυλίτις]] η πορφυρά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αριστολοχεία η μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]. Η [[ονομασία]] του φυτού οφείλεται στο [[σχήμα]] της ρίζας του που μοιάζει με [[δάχτυλο]]]. | |mltxt=η (Α δακτυλῑτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] από τα οποία το γνωστότερο [[είναι]] η [[δακτυλίτις]] η πορφυρά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] αριστολοχεία η μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]. Η [[ονομασία]] του φυτού οφείλεται στο [[σχήμα]] της ρίζας του που μοιάζει με [[δάχτυλο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 10 September 2022
English (LSJ)
ἡ, = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.
German (Pape)
[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.
Greek Monolingual
η (Α δακτυλῑτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].