ἐπιγραμμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(1ab)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιγραμμάτιον:''' τό небольшое стихотворение из элегических двустиший Plut.
|elrutext='''ἐπιγραμμάτιον:''' τό [[небольшое стихотворение из элегических двустиший]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιγραμμάτιον]], ου, τό, [Dim. of [[ἐπίγραμμα]], Plut.]
|mdlsjtxt=[[ἐπιγραμμάτιον]], ου, τό, [Dim. of [[ἐπίγραμμα]], Plut.]
}}
}}

Revision as of 10:56, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγραμμάτιον Medium diacritics: ἐπιγραμμάτιον Low diacritics: επιγραμμάτιον Capitals: ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: epigrammátion Transliteration B: epigrammation Transliteration C: epigrammation Beta Code: e)pigramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.

German (Pape)

[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.

Greek Monolingual

ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].

Greek Monotonic

ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγραμμάτιον: τό небольшое стихотворение из элегических двустиший Plut.

Middle Liddell

ἐπιγραμμάτιον, ου, τό, [Dim. of ἐπίγραμμα, Plut.]