κατάκρουσις: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάκρουσις:''' εως ἡ [[отталкивание]], [[оттеснение или противодействие]] (ἡ [[ἄνωθεν]] κ. Arst.). | |elrutext='''κατάκρουσις:''' εως ἡ [[отталкивание]], [[оттеснение]] или [[противодействие]] (ἡ [[ἄνωθεν]] κ. Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 17 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A downward pressure, Arist.Pr.874b12, 963b9. II shock, λαμβάνειν κ. ἐκ πληγῆς Ph.Bel.80.6.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, das Herab-, Zurückstoßen, der Stoß, Arist. Probl. 3, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρουσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω κροῦσις, ὤθησις ἰσχυρά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 25, 1., 33. 17. ΙΙ. σεῖσις, τὸ σείεσθαι, Φίλων Βελοπ.
Greek Monolingual
κατάκρουσις, ἡ (Α)
κατακρούω
1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω
2. το τίναγμα.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρουσις: εως ἡ отталкивание, оттеснение или противодействие (ἡ ἄνωθεν κ. Arst.).