κροκοδιλέα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - " eye-salve" to " eye-salve") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krokodilea | |Transliteration C=krokodilea | ||
|Beta Code=krokodile/a | |Beta Code=krokodile/a | ||
|Definition=ἡ, [[dung of the]] <b class="b3">κροκόδιλος χερσαῖος</b>, used as an [[ | |Definition=ἡ, [[dung of the]] <b class="b3">κροκόδιλος χερσαῖος</b>, used as an [[eyesalve]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>28.108</span>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροκοδιλέα]], ἡ (Α) [[κροκόδιλος]]<br />η [[κόπρος]] τών χερσαίων κροκοδείλων, δηλ. τών διαφόρων ειδών σαύρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[αλοιφή]] για τα μάτια. | |mltxt=[[κροκοδιλέα]], ἡ (Α) [[κροκόδιλος]]<br />η [[κόπρος]] τών χερσαίων κροκοδείλων, δηλ. τών διαφόρων ειδών σαύρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ως [[αλοιφή]] για τα μάτια. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 21 September 2022
English (LSJ)
ἡ, dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eyesalve, Plin.HN28.108.
Greek Monolingual
κροκοδιλέα, ἡ (Α) κροκόδιλος
η κόπρος τών χερσαίων κροκοδείλων, δηλ. τών διαφόρων ειδών σαύρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ως αλοιφή για τα μάτια.