καλαπόδι: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(18) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[καλαπόδιον]], Μ και [[καλαπόδι]](ν))<br />ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού, [[πάνω]] στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για [[φάρδεμα]] παπουτσιών<br /><b>2.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται [[μέσα]] σε παπούτσια για να διατηρεί το [[δέρμα]] τεντωμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[καλάπους]]. Από τις [[καλόπους]], [[καλάπους]] (<span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) «ξύλινο [[πόδι]]» [[καθώς]] και από τα υποκοριστικά τους [[καλοπόδιον]], [[καλαπόδι]](<i>ον</i>) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. <i>q</i><i>ā</i><i>lib</i> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kalip</i> (απ' όπου η λ. [[καλούπι]] ως αντιδάνειο), περσ. <i>kalbud</i>]. | |mltxt=το (AM [[καλαπόδιον]], Μ και [[καλαπόδι]](ν))<br />ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού, [[πάνω]] στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για [[φάρδεμα]] παπουτσιών<br /><b>2.</b> ξύλινο [[ομοίωμα]] του [[κάτω]] μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται [[μέσα]] σε παπούτσια για να διατηρεί το [[δέρμα]] τεντωμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. [[καλάπους]]. Από τις [[καλόπους]], [[καλάπους]] (<span style="color: red;"><</span> [[κᾶλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) «ξύλινο [[πόδι]]» [[καθώς]] και από τα υποκοριστικά τους [[καλοπόδιον]], [[καλαπόδι]](<i>ον</i>) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. <i>q</i><i>ā</i><i>lib</i> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kalip</i> (απ' όπου η λ. [[καλούπι]] ως αντιδάνειο), περσ. <i>kalbud</i>]. | ||
}} | |||
==Wikipedia EN== | |||
[[File:PikiWiki Israel 13497 shoe trees.JPG|thumb|A pair of wooden lasts.]] | |||
A [[last]] is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics. | |||
{{trml | |||
|trtx=Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: [[leest]]; Finnish: lesti; French: [[forme]]; German: [[Leisten]]; Greek: [[καλαπόδι]]; Ancient Greek: [[καλάπους]], [[καλόπους]]; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: [[forma]]; Latin: [[mustricula]]; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: [[forma]]; Romanian: formă; Russian: [[колодка]]; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: [[horma]]; Swedish: läst | |||
ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: [[Leisten]]; en: last; eo: ŝuformilo; es: [[horma]]; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: [[forme à monter]]; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: [[обувная колодка]]; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦 | |||
}} | }} |
Revision as of 08:39, 25 September 2022
Greek Monolingual
το (AM καλαπόδιον, Μ και καλαπόδι(ν))
ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, πάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για φάρδεμα παπουτσιών
2. ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται μέσα σε παπούτσια για να διατηρεί το δέρμα τεντωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. καλάπους. Από τις καλόπους, καλάπους (< κᾶλον + πούς) «ξύλινο πόδι» καθώς και από τα υποκοριστικά τους καλοπόδιον, καλαπόδι(ον) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. qālib < τουρκ. kalip (απ' όπου η λ. καλούπι ως αντιδάνειο), περσ. kalbud].
Wikipedia EN
A last is a mechanical form shaped like a human foot. It is used by shoemakers and cordwainers in the manufacture and repair of shoes. Lasts typically come in pairs and have been made from various materials, including hardwoods, cast iron, and high-density plastics.
Translations
Bulgarian: калъп; Danish: læst; Dutch: leest; Finnish: lesti; French: forme; German: Leisten; Greek: καλαπόδι; Ancient Greek: καλάπους, καλόπους; Hindi: जूते बनाने का फर्म; Hungarian: kaptafa; Italian: forma; Latin: mustricula; Luxembourgish: Leescht; Persian: قالب کفش, خهل, تولبره; Polish: kopyto; Portuguese: forma; Romanian: formă; Russian: колодка; Scottish Gaelic: ceap; Spanish: horma; Swedish: läst
ca: formó; cs: ševcovské kopyto; cv: атă-пушмак калăпĕ; da: læst; de: Leisten; en: last; eo: ŝuformilo; es: horma; et: kingaliist; eu: orkoi; fi: lesti; fr: forme à monter; hu: kaptafa; lb: leescht; nl: leest; nn: leist; no: skomakerlest;: kopyto szewskie; ru: обувная колодка; sv: läst; uk: взуттєва колодка; zh: 鞋楦