τιθή: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[τίτθη]]» <br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τιθαί</i><br />«τιθασ[σ]αί, τέλειαι ἐργάτιδες, | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[τίτθη]]» <br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ τιθαί</i><br />«τιθασ[σ]αί, τέλειαι ἐργάτιδες, πραεῖαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το θ. του [[τιθασεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ἡ, = τίτθη (q.v.), Hsch. (dub.).
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, seltene Nebenform von τίτθη.
Greek (Liddell-Scott)
τιθή: ἡ, = τίτθη, τροφός, Ἡσύχ., ἀλλὰ - τιθαί· «τιθασ(σ)αί. τέλειαι, ἐργάτιδες, πραεῖαι» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. τίτθη HSCH.
Étymologie: cf. τιθήνη, τιθασός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) α) «τίτθη»
β) στον πληθ. αἱ τιθαί
«τιθασ[σ]αί, τέλειαι ἐργάτιδες, πραεῖαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θ. του τιθασεύω.