συναρπαστικός: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, [[μαγευτικός]], [[γοητευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναρπαστικά</i> Ν<br />με συναρπαστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρπάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, [[μαγευτικός]], [[γοητευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναρπαστικά</i> Ν<br />με συναρπαστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συναρπάζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός.
επίρρ...
συναρπαστικά Ν
με συναρπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].