συνδιαιτώμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾶσθαι», Φίλ.)<br />β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>συνδιαιτῶ</i>, -<i>άω</i><br />[[ενεργώ]] ή [[αποφασίζω]] ως [[διαιτητής]] από κοινού με άλλον. | |mltxt=συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ</i>, -<i>ῶμαι]]<br />ζω [[μαζί]] με κάποιον, [[συζώ]] (α. «[[τρεις]] ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο [[μαζί]] τους», Παπαδ.<br />β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ [[κοινῇ]] βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατοικώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διατηρώ]] στενή [[επαφή]], έχω στενή [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾶσθαι», Φίλ.)<br />β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> <i>συνδιαιτῶ</i>, -<i>άω</i><br />[[ενεργώ]] ή [[αποφασίζω]] ως [[διαιτητής]] από κοινού με άλλον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [[διαιτῶ, -ῶμαι]]
ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ.
β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. μτφ. α) διατηρώ στενή επαφή, έχω στενή σχέση με κάποιον ή με κάτι («λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν συνδιαιτᾶσθαι», Φίλ.)
β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
3. ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω
ενεργώ ή αποφασίζω ως διαιτητής από κοινού με άλλον.