σύμπτυξη: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύμπτυξις]], -ύξεως, ΝΜΑ [[συμπτύσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορισμός]] της έκτασης, [[πύκνωση]] (α. «[[σύμπτυξη]] της παράταξης» β. «η [[σύμπτυξη]] του μετώπου» γ. «η [[σύμπτυξη]] του κεφαλαίου»)<br /><b>2.</b> <b>(αθλ.)</b> η [[απόσυρση]] τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους [[έπειτα]] από [[έκταση]], [[προβολή]] ή [[ανάταση]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[τεχνική]] διαφοροποίησης-παραλλαγής ενός μουσικού θέματος που καταφεύγει στη [[σμίκρυνση]] τών αξιώνδιαρκειών τών φθογγοσήμων κρατώντας [[συνήθως]] τον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του αρχικού ρυθμού<br /><b>4.</b> <b>στρ.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να συμπτυχθεί, να διπλωθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η [[συγκέντρωση]] [[προς]] κάποιο [[σημείο]]. | |mltxt=η / [[σύμπτυξις]], -ύξεως, ΝΜΑ [[συμπτύσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορισμός]] της έκτασης, [[πύκνωση]] (α. «[[σύμπτυξη]] της παράταξης» β. «η [[σύμπτυξη]] του μετώπου» γ. «η [[σύμπτυξη]] του κεφαλαίου»)<br /><b>2.</b> <b>(αθλ.)</b> η [[απόσυρση]] τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους [[έπειτα]] από [[έκταση]], [[προβολή]] ή [[ανάταση]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[τεχνική]] διαφοροποίησης-παραλλαγής ενός μουσικού θέματος που καταφεύγει στη [[σμίκρυνση]] τών αξιώνδιαρκειών τών φθογγοσήμων κρατώντας [[συνήθως]] τον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του αρχικού ρυθμού<br /><b>4.</b> <b>στρ.</b> [[υποχώρηση]], [[οπισθοχώρηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να συμπτυχθεί, να διπλωθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η [[συγκέντρωση]] [[προς]] κάποιο [[σημείο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:11, 27 September 2022
Greek Monolingual
η / σύμπτυξις, -ύξεως, ΝΜΑ συμπτύσσω
νεοελλ.
1. περιορισμός της έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη της παράταξης» β. «η σύμπτυξη του μετώπου» γ. «η σύμπτυξη του κεφαλαίου»)
2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση, προβολή ή ανάταση
3. μουσ. τεχνική διαφοροποίησης-παραλλαγής ενός μουσικού θέματος που καταφεύγει στη σμίκρυνση τών αξιώνδιαρκειών τών φθογγοσήμων κρατώντας συνήθως τον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα του αρχικού ρυθμού
4. στρ. υποχώρηση, οπισθοχώρηση
μσν.-αρχ.
1. το να συμπτυχθεί, να διπλωθεί κάτι
2. η συγκέντρωση προς κάποιο σημείο.