δενδρυάζω: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dendrua/zw | |Beta Code=dendrua/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lurk]], [[hide in the wood]], Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>119, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dive and remain under water]], EM256.4.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lurk]], [[hide in the wood]], Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>119, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dive and remain under water]], EM256.4.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[guarecerse bajo las encinas]] Hsch., <i>EM</i> 255.55G., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[ocultarse bajo el agua]] Sud., Eust.396.29.<br /><b class="num">3</b> ret. δενδρυάζουσα φωνή tal vez [[voz tamizada]] de los maestros de declamación, Ael.Dion.δ 7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδρυάζω''': [[παραμένω]], κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27. | |lstext='''δενδρυάζω''': [[παραμένω]], κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δενδρυάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κρύβομαι [[ανάμεσα]] στα δένδρα του δάσους<br /><b>2.</b> βυθίζομαι και [[μένω]] [[κάτω]] από το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δενδρύω]] που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. [[δρυς]] «[[βαλανιδιά]]» ([[πρβλ]]. τις γλώσσες «<i>δενδρυάζειν</i><br />το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, [[κυρίως]] εις τας [[δρυς]]...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)]. | |mltxt=[[δενδρυάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> κρύβομαι [[ανάμεσα]] στα δένδρα του δάσους<br /><b>2.</b> βυθίζομαι και [[μένω]] [[κάτω]] από το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του [[δενδρύω]] που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. [[δρυς]] «[[βαλανιδιά]]» ([[πρβλ]]. τις γλώσσες «<i>δενδρυάζειν</i><br />το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, [[κυρίως]] εις τας [[δρυς]]...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 1 October 2022
English (LSJ)
A lurk, hide in the wood, Paus.Gr.Fr.119, Hsch. II dive and remain under water, EM256.4.
Spanish (DGE)
1 guarecerse bajo las encinas Hsch., EM 255.55G., Sud.
2 ocultarse bajo el agua Sud., Eust.396.29.
3 ret. δενδρυάζουσα φωνή tal vez voz tamizada de los maestros de declamación, Ael.Dion.δ 7.
German (Pape)
[Seite 546] sich unter Bäumen oder Eichen verstecken, VLL. Verwandt δένδρεον und δρῦς, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 204.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρυάζω: παραμένω, κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27.
Greek Monolingual
δενδρυάζω (Α)
1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα του δάσους
2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].