διακάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diaka/rdios
|Beta Code=diaka/rdios
|Definition=ον, [[heart-piercing]], ὀδύνη <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.8.2</span>.
|Definition=ον, [[heart-piercing]], ὀδύνη <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.8.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que traspasa el corazón]] ὀδύνη I.<i>AI</i> 19.346.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, [[ὀδύνη]] Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.
|lstext='''διακάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, [[ὀδύνη]] Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que traspasa el corazón]] ὀδύνη I.<i>AI</i> 19.346.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακάρδιος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[διακάρδιος]] [[ὀδύνη]]» — [[πόνος]] που διαπερνάει την [[καρδιά]], που σφάζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[καρδία]] ([[πρβλ]]. [[μελανοκάρδιος]], [[σπαραξικάρδιος]])].
|mltxt=[[διακάρδιος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[διακάρδιος]] [[ὀδύνη]]» — [[πόνος]] που διαπερνάει την [[καρδιά]], που σφάζει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[καρδία]] ([[πρβλ]]. [[μελανοκάρδιος]], [[σπαραξικάρδιος]])].
}}
}}

Revision as of 10:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάρδιος Medium diacritics: διακάρδιος Low diacritics: διακάρδιος Capitals: ΔΙΑΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: diakárdios Transliteration B: diakardios Transliteration C: diakardios Beta Code: diaka/rdios

English (LSJ)

ον, heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.

Spanish (DGE)

-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.

German (Pape)

[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.

Greek Monolingual

διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].