διαπόρησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=diapo/rhsis
|Beta Code=diapo/rhsis
|Definition=εως, ἡ, [[doubting]], [[perplexity]], ὑπέρ τινος <span class="bibl">Plb. 28.3.6</span>; εἰ δεῖ… <span class="bibl">Id.35.5.1</span>.
|Definition=εως, ἡ, [[doubting]], [[perplexity]], ὑπέρ τινος <span class="bibl">Plb. 28.3.6</span>; εἰ δεῖ… <span class="bibl">Id.35.5.1</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[duda]], [[incertidumbre]] διαπόρησιν ἦγον ὑπὲρ τοῦ ... Plb.28.3.6, ἀναφέρει τῷ θεῷ τὴν διαπόρησιν Ph.2.171, cf. 483, μοι τὴν τοιαύτην διαπόρησιν ἔλυσεν ἡ ἱστορία Gr.Nyss.<i>Hom.creat</i>.41.13, cf. Ast.Am.<i>Hom</i>.1.9.1, ret. δ. δ' ἐστίν, ὅταν περὶ ἑνὸς πράγματος δύο ἢ καὶ πλείονας ἐννοίας ἔχωμεν Alex.<i>Fig</i>.1.21, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.22.99-130, Hermog.<i>Id</i>.2.7 (p.361), Hdn.Gr.1.517, αἱ διαπορήσεις δὲ αἱ ἐν τοῖς σχετλιασμοῖς βαρύτητα ἔχουσιν Aristid.<i>Rh</i>.472, cf. A.D.<i>Adu</i>.124.13, <i>Coni</i>.227.14.<br /><b class="num">2</b> [[disparidad de opinión]], [[controversia]] ἐν δὲ τῇ περὶ αὐτῶν διαπορήσει τοιάδε λέγομεν S.E.<i>P</i>.3.16.<br /><b class="num">3</b> [[apuro]], [[turbación]] τῶν αἰδουμένων Aristaenet.1.15.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπόρησις''': -εως, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δυσχέρεια]], Πολύβ. 28. 3, 6.
|lstext='''διαπόρησις''': -εως, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δυσχέρεια]], Πολύβ. 28. 3, 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[duda]], [[incertidumbre]] διαπόρησιν ἦγον ὑπὲρ τοῦ ... Plb.28.3.6, ἀναφέρει τῷ θεῷ τὴν διαπόρησιν Ph.2.171, cf. 483, μοι τὴν τοιαύτην διαπόρησιν ἔλυσεν ἡ ἱστορία Gr.Nyss.<i>Hom.creat</i>.41.13, cf. Ast.Am.<i>Hom</i>.1.9.1, ret. δ. δ' ἐστίν, ὅταν περὶ ἑνὸς πράγματος δύο ἢ καὶ πλείονας ἐννοίας ἔχωμεν Alex.<i>Fig</i>.1.21, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.22.99-130, Hermog.<i>Id</i>.2.7 (p.361), Hdn.Gr.1.517, αἱ διαπορήσεις δὲ αἱ ἐν τοῖς σχετλιασμοῖς βαρύτητα ἔχουσιν Aristid.<i>Rh</i>.472, cf. A.D.<i>Adu</i>.124.13, <i>Coni</i>.227.14.<br /><b class="num">2</b> [[disparidad de opinión]], [[controversia]] ἐν δὲ τῇ περὶ αὐτῶν διαπορήσει τοιάδε λέγομεν S.E.<i>P</i>.3.16.<br /><b class="num">3</b> [[apuro]], [[turbación]] τῶν αἰδουμένων Aristaenet.1.15.48.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπόρησις:''' εως ἡ [[затруднение]], [[замешательство]]: εἰς διαπόρησιν ἄγειν τινά Polyb. ставить кого-л. втупик.
|elrutext='''διαπόρησις:''' εως ἡ [[затруднение]], [[замешательство]]: εἰς διαπόρησιν ἄγειν τινά Polyb. ставить кого-л. втупик.
}}
}}

Revision as of 11:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπόρησις Medium diacritics: διαπόρησις Low diacritics: διαπόρησις Capitals: ΔΙΑΠΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: diapórēsis Transliteration B: diaporēsis Transliteration C: diaporisis Beta Code: diapo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, doubting, perplexity, ὑπέρ τινος Plb. 28.3.6; εἰ δεῖ… Id.35.5.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 duda, incertidumbre διαπόρησιν ἦγον ὑπὲρ τοῦ ... Plb.28.3.6, ἀναφέρει τῷ θεῷ τὴν διαπόρησιν Ph.2.171, cf. 483, μοι τὴν τοιαύτην διαπόρησιν ἔλυσεν ἡ ἱστορία Gr.Nyss.Hom.creat.41.13, cf. Ast.Am.Hom.1.9.1, ret. δ. δ' ἐστίν, ὅταν περὶ ἑνὸς πράγματος δύο ἢ καὶ πλείονας ἐννοίας ἔχωμεν Alex.Fig.1.21, cf. Sch.Er.Il.22.99-130, Hermog.Id.2.7 (p.361), Hdn.Gr.1.517, αἱ διαπορήσεις δὲ αἱ ἐν τοῖς σχετλιασμοῖς βαρύτητα ἔχουσιν Aristid.Rh.472, cf. A.D.Adu.124.13, Coni.227.14.
2 disparidad de opinión, controversia ἐν δὲ τῇ περὶ αὐτῶν διαπορήσει τοιάδε λέγομεν S.E.P.3.16.
3 apuro, turbación τῶν αἰδουμένων Aristaenet.1.15.48.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, Verlegenheit, Zweifel, Pol. 28, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόρησις: -εως, ἡ, ἀμφιβολία, δυσχέρεια, Πολύβ. 28. 3, 6.

Russian (Dvoretsky)

διαπόρησις: εως ἡ затруднение, замешательство: εἰς διαπόρησιν ἄγειν τινά Polyb. ставить кого-л. втупик.