ἀκούρευτος: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)kou/reutos | |Beta Code=a)kou/reutos | ||
|Definition=ον, (κουρεύω) [[unshaven]], [[unshorn]], EM120.28, <span class="title">Gloss.</span> | |Definition=ον, (κουρεύω) [[unshaven]], [[unshorn]], EM120.28, <span class="title">Gloss.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[no afeitado]], <i>Et.Gen</i>.α 995, <i>Gloss</i>.2.223. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκούρευτος''': -ον, ([[κουρεύω]]) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ. | |lstext='''ἀκούρευτος''': -ον, ([[κουρεύω]]) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκούρευτος]], -ον) [[κουρεύω]]<br />αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό [[μηχάνημα]] τα περιττά κλαδιά ή [[φύλλωμα]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκούρευτος]], -ον) [[κουρεύω]]<br />αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό [[μηχάνημα]] τα περιττά κλαδιά ή [[φύλλωμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (κουρεύω) unshaven, unshorn, EM120.28, Gloss.
Spanish (DGE)
-ον no afeitado, Et.Gen.α 995, Gloss.2.223.
German (Pape)
[Seite 78] VLL., ungeschoren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκούρευτος: -ον, (κουρεύω) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.