ἀμετατροπία: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)metatropi/a
|Beta Code=a)metatropi/a
|Definition=ἡ, [[immovableness]], Sch.<span class="bibl">A.R. 4.1082</span>.
|Definition=ἡ, [[immovableness]], Sch.<span class="bibl">A.R. 4.1082</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[inmovilidad]] Sch.A.R.4.1080.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετατροπία''': ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ [[ἀκινησία]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.
|lstext='''ἀμετατροπία''': ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ [[ἀκινησία]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[inmovilidad]] Sch.A.R.4.1080.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμετατροπία]], η (Μ) [[ἀμετάτροπος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η [[ακινησία]].
|mltxt=[[ἀμετατροπία]], η (Μ) [[ἀμετάτροπος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η [[ακινησία]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετατροπία Medium diacritics: ἀμετατροπία Low diacritics: αμετατροπία Capitals: ΑΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: ametatropía Transliteration B: ametatropia Transliteration C: ametatropia Beta Code: a)metatropi/a

English (LSJ)

ἡ, immovableness, Sch.A.R. 4.1082.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ inmovilidad Sch.A.R.4.1080.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετατροπία: ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ ἀκινησία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.

Greek Monolingual

ἀμετατροπία, η (Μ) ἀμετάτροπος
το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία.