ἀμπελουργικός: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mpelourgiko/s | |Beta Code=a)mpelourgiko/s | ||
|Definition=Dor. [[ἀμπελωργικός]], ή, όν, of or for [[culture]] of [[vine]]s, ([[γᾶ]]) <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.43; ἡ [[ἀμπελουργική]] (sc. [[τέχνη]]), [[vine-dressing]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>333d</span>, <span class="bibl">Ph.1.329</span>. Adv. [[ἀμπελουργικῶς]] <span class="bibl">Poll.7.141</span>. | |Definition=Dor. [[ἀμπελωργικός]], ή, όν, of or for [[culture]] of [[vine]]s, ([[γᾶ]]) <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.43; ἡ [[ἀμπελουργική]] (sc. [[τέχνη]]), [[vine-dressing]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>333d</span>, <span class="bibl">Ph.1.329</span>. Adv. [[ἀμπελουργικῶς]] <span class="bibl">Poll.7.141</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -ωργικός <i>TEracl</i>.2.43<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que es para cultivar vides]] (γᾶ) <i>TEracl</i>.l.c., [[δρέπανον]] ἀ. navaja podadera</i>, <i>PCair.Zen</i>.782 a 52 (III a.C.), <i>BGU</i> 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas</i>, <i>POxy</i>.1692.26 (II a.C.), ἐργασία <i>SB</i> 7369.11 (VI a.C.), <i>PLond</i>.1003.10 (VI d.C.) en <i>BL</i> 1.296<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[viticultor]] Poll.7.141.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀμπελουργική [[cultivo de la vid]], [[viticultura]] Pl.<i>R</i>.333d, Ph.1.329, 350, Origenes <i>Cels</i>.4.76<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀ. [[trabajo en la viña]] τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas</i>, <i>POxy</i>.1590.9 (VI a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀμπελουργικῶς]] = [[como en el cultivo de la vid]] Poll.7.141. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141. | |lstext='''ἀμπελουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμπελουργικός]], -ή, -ὸν) [[ἀμπελουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμπελουργία]] ή ο [[κατάλληλος]] γι’ αυτήν<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η <i>αμπελουργική</i><br />η [[τέχνη]] της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η [[αμπελουργία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμπελουργικός]], -ή, -ὸν) [[ἀμπελουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμπελουργία]] ή ο [[κατάλληλος]] γι’ αυτήν<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η <i>αμπελουργική</i><br />η [[τέχνη]] της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η [[αμπελουργία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. ἀμπελωργικός, ή, όν, of or for culture of vines, (γᾶ) Tab.Heracl.2.43; ἡ ἀμπελουργική (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R.333d, Ph.1.329. Adv. ἀμπελουργικῶς Poll.7.141.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ωργικός TEracl.2.43
I 1que es para cultivar vides (γᾶ) TEracl.l.c., δρέπανον ἀ. navaja podadera, PCair.Zen.782 a 52 (III a.C.), BGU 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas, POxy.1692.26 (II a.C.), ἐργασία SB 7369.11 (VI a.C.), PLond.1003.10 (VI d.C.) en BL 1.296
•subst. ὁ ἀ. viticultor Poll.7.141.
2 subst. ἡ ἀμπελουργική cultivo de la vid, viticultura Pl.R.333d, Ph.1.329, 350, Origenes Cels.4.76
•τὰ ἀ. trabajo en la viña τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas, POxy.1590.9 (VI a.C.).
II adv. ἀμπελουργικῶς = como en el cultivo de la vid Poll.7.141.
German (Pape)
[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.