ἀνάλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)na/lektos
|Beta Code=a)na/lektos
|Definition=ον, [[select]], [[choice]], γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>9</span>. -lectris, -idos, dub. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273 (v. [[ἀναληπτρίς]]).
|Definition=ον, [[select]], [[choice]], γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>9</span>. -lectris, -idos, dub. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273 (v. [[ἀναληπτρίς]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[escogido]], [[seleccionado]] γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.<i>Ep</i>.9.1, παιδία <i>SB</i> 4425.3.21.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλεκτος''': -ον, [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], γυναῖκες ἀν. τὸ [[κάλλος]] Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
|lstext='''ἀνάλεκτος''': -ον, [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], γυναῖκες ἀν. τὸ [[κάλλος]] Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[escogido]], [[seleccionado]] γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.<i>Ep</i>.9.1, παιδία <i>SB</i> 4425.3.21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάλεκτος]]) [[ἀναλέγω]]<br /><b>1.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα [[ανάλεκτα]]<br />υπολείμματα της τροφής [[μετά]] το [[δείπνο]].
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάλεκτος]]) [[ἀναλέγω]]<br /><b>1.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα [[ανάλεκτα]]<br />υπολείμματα της τροφής [[μετά]] το [[δείπνο]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλεκτος Medium diacritics: ἀνάλεκτος Low diacritics: ανάλεκτος Capitals: ΑΝΑΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: análektos Transliteration B: analektos Transliteration C: analektos Beta Code: a)na/lektos

English (LSJ)

ον, select, choice, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).

Spanish (DGE)

-ον
escogido, seleccionado γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.Ep.9.1, παιδία SB 4425.3.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλεκτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, γυναῖκες ἀν. τὸ κάλλος Ἐπιστ. Σωκρ. 9.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος
2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα
υπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.