ἀμβλώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mblw/simos
|Beta Code=a)mblw/simos
|Definition=ον, [[belonging to abortion]], <span class="bibl">Max.275</span>.
|Definition=ον, [[belonging to abortion]], <span class="bibl">Max.275</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[propicio al aborto]] ἦμαρ Max.275.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλώσιμος''': -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.
|lstext='''ἀμβλώσιμος''': -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[propicio al aborto]] ἦμαρ Max.275.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμβλώσιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπόκειται σε [[άμβλωση]], που μπορεί να υποστεί [[άμβλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με [[άμβλωση]] ή [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβλωσις]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμβλώσιμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπόκειται σε [[άμβλωση]], που μπορεί να υποστεί [[άμβλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με [[άμβλωση]] ή [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμβλωσις]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλώσιμος Medium diacritics: ἀμβλώσιμος Low diacritics: αμβλώσιμος Capitals: ΑΜΒΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amblṓsimos Transliteration B: amblōsimos Transliteration C: amvlosimos Beta Code: a)mblw/simos

English (LSJ)

ον, belonging to abortion, Max.275.

Spanish (DGE)

-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.

German (Pape)

[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].