Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιμήτριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mfimh/trios
|Beta Code=a)mfimh/trios
|Definition=ον, (μήτρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[round the womb]], [[concerning it]], σημεῖον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.19</span> acc. to Gal.19.78 (dub.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀμφιμήτρια, τά,</b> [[ship's bilge]], = [[ἐγκοίλια]], <span class="bibl">Artem.4.30</span>, <span class="bibl">Poll.1.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (μήτηρ) [[by different mother]], Lyc.19.</span>
|Definition=ον, (μήτρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[round the womb]], [[concerning it]], σημεῖον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.19</span> acc. to Gal.19.78 (dub.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀμφιμήτρια, τά,</b> [[ship's bilge]], = [[ἐγκοίλια]], <span class="bibl">Artem.4.30</span>, <span class="bibl">Poll.1.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (μήτηρ) [[by different mother]], Lyc.19.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la matriz]] σημεῖον Gal.19.78, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[de diferente madre]] κάσις Lyc.19.<br /><b class="num">3</b> mar. subst. [[sentina]] Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
|lstext='''ἀμφιμήτριος''': -ον, ([[μήτρα]]) ὁ [[πέριξ]] τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον [[σημεῖον]], [[οὕτως]] ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ [[ἔδαφος]] τῆς νεῶς [[κύτος]] καὶ [[γάστρα]] καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. ([[μήτηρ]]) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[relativo a la matriz]] σημεῖον Gal.19.78, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[de diferente madre]] κάσις Lyc.19.<br /><b class="num">3</b> mar. subst. [[sentina]] Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτρα]]<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τη [[μήτρα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτηρ]]<br />αμφιμήτωρ, [[αδελφός]] από [[άλλη]] [[μητέρα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτρα]]<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τη [[μήτρα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφιμήτριος]], -ον (Α) [[μήτηρ]]<br />αμφιμήτωρ, [[αδελφός]] από [[άλλη]] [[μητέρα]].
}}
}}

Revision as of 13:03, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμήτριος Medium diacritics: ἀμφιμήτριος Low diacritics: αμφιμήτριος Capitals: ΑΜΦΙΜΗΤΡΙΟΣ
Transliteration A: amphimḗtrios Transliteration B: amphimētrios Transliteration C: amfimitrios Beta Code: a)mfimh/trios

English (LSJ)

ον, (μήτρα) A round the womb, concerning it, σημεῖον Hp.Epid.7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.). 2 ἀμφιμήτρια, τά, ship's bilge, = ἐγκοίλια, Artem.4.30, Poll.1.87. II (μήτηρ) by different mother, Lyc.19.

Spanish (DGE)

-ον
1 relativo a la matriz σημεῖον Gal.19.78, Hsch.
2 de diferente madre κάσις Lyc.19.
3 mar. subst. sentina Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.

German (Pape)

[Seite 141] 1) = – μήτωρ, Lyc. 19. – 2) um die Gebärmutter, Hippocr. – 3) τὸ ἀμφιμήτριον, nach Poll. 1, 87 Schiffsboden, od. nach Hesych. die Balken neben dem Kiel des Schiffes, s. Artemid. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμήτριος: -ον, (μήτρα) ὁ πέριξ τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον σημεῖον, οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ ἔδαφος τῆς νεῶς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. (μήτηρ) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτρα
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτηρ
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.