ἀνθρακοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqrakoeidh/s
|Beta Code=a)nqrakoeidh/s
|Definition=ές, [[like]], or [[of the colour of]], [[coal]], <span class="bibl">Ph.1.383</span>.
|Definition=ές, [[like]], or [[of the colour of]], [[coal]], <span class="bibl">Ph.1.383</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[de color carbón]] πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρᾰκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.
|lstext='''ἀνθρᾰκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[de color carbón]] πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνθρακοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του άνθρακα.
|mltxt=(Α [[ἀνθρακοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του άνθρακα.
}}
}}

Revision as of 13:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκοειδής Medium diacritics: ἀνθρακοειδής Low diacritics: ανθρακοειδής Capitals: ΑΝΘΡΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anthrakoeidḗs Transliteration B: anthrakoeidēs Transliteration C: anthrakoeidis Beta Code: a)nqrakoeidh/s

English (LSJ)

ές, like, or of the colour of, coal, Ph.1.383.

Spanish (DGE)

-ές
de color carbón πυρωπὸν ... καὶ ἀνθρακοειδὲς ... χρώματα Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 233] ές, kohlenartig, -farbig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος ἄνθρακι ἢ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἄνθρακος, Φίλων 1. 383.

Greek Monolingual

ἀνθρακοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του άνθρακα.