ἀποπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pople/kw
|Beta Code=a)pople/kw
|Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.<span class="bibl">p.110B.</span>: especially in pf. part. <b class="b3">-πεπλεγμένος, η, ον,</b> [[divorced]], [[separated]], γυνή <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>19.3</span> (ii A.D.); ἀνήρ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>118ii11</span> (ii A.D.).
|Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.<span class="bibl">p.110B.</span>: especially in pf. part. <b class="b3">-πεπλεγμένος, η, ον,</b> [[divorced]], [[separated]], γυνή <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>19.3</span> (ii A.D.); ἀνήρ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>118ii11</span> (ii A.D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης [[αὐτοῦ]] γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
|lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης [[αὐτοῦ]] γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.
|mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.
}}
}}

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέκω Medium diacritics: ἀποπλέκω Low diacritics: αποπλέκω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΚΩ
Transliteration A: apoplékō Transliteration B: apoplekō Transliteration C: apopleko Beta Code: a)pople/kw

English (LSJ)

separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. -πεπλεγμένος, η, ον, divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.