ἀπόβρασμα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)po/brasma
|Beta Code=a)po/brasma
|Definition=ατος, τό, [[that which is thrown off]], <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span> 6</span>; [[scum]], Hsch.; [[chaff]], Id., Suid.
|Definition=ατος, τό, [[that which is thrown off]], <span class="bibl">Alex.Trall.<span class="title">Febr.</span> 6</span>; [[scum]], Hsch.; [[chaff]], Id., Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[desperdicio]], [[heces]] τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22<br /><b class="num">•</b>[[cascabillo]] Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.<br /><b class="num">2</b> [[borboteo]] del agua, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
|lstext='''ἀπόβρασμα''': το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς [[κάχλασμα]]· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[desperdicio]], [[heces]] τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22<br /><b class="num">•</b>[[cascabillo]] Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.<br /><b class="num">2</b> [[borboteo]] del agua, Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρασμα]])<br />με μειωτική [[σημασία]]) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφέψημα]], [[εκχύλισμα]].
|mltxt=το (AM [[ἀπόβρασμα]])<br />με μειωτική [[σημασία]]) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αφέψημα]], [[εκχύλισμα]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβρασμα Medium diacritics: ἀπόβρασμα Low diacritics: απόβρασμα Capitals: ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ
Transliteration A: apóbrasma Transliteration B: apobrasma Transliteration C: apovrasma Beta Code: a)po/brasma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is thrown off, Alex.Trall.Febr. 6; scum, Hsch.; chaff, Id., Suid.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 desperdicio, heces τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22
cascabillo Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.
2 borboteo del agua, Hsch.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρασμα: το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς κάχλασμα· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρασμα)
με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμα
αρχ.-μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.