ἀποστλέγγισμα: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)postle/ggisma
|Beta Code=a)postle/ggisma
|Definition=ατος, τό, [[scrapings with the]] [[στλεγγίς]], <span class="bibl">Str.5.2.6</span>.
|Definition=ατος, τό, [[scrapings with the]] [[στλεγγίς]], <span class="bibl">Str.5.2.6</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo quitado con el estrígile]], [[raspadura]] Str.5.2.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστλέγγισμα''': τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ [[ἑαυτοῦ]] σώματος, Στράβ. 224.
|lstext='''ἀποστλέγγισμα''': τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ [[ἑαυτοῦ]] σώματος, Στράβ. 224.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo quitado con el estrígile]], [[raspadura]] Str.5.2.6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστλέγγισμα]], το (Α)<br />η [[ακαθαρσία]] του δέρματος που βγαίνει με τη [[στλεγγίδα]].
|mltxt=[[ἀποστλέγγισμα]], το (Α)<br />η [[ακαθαρσία]] του δέρματος που βγαίνει με τη [[στλεγγίδα]].
}}
}}

Revision as of 13:56, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστλέγγισμα Medium diacritics: ἀποστλέγγισμα Low diacritics: αποστλέγγισμα Capitals: ΑΠΟΣΤΛΕΓΓΙΣΜΑ
Transliteration A: apostléngisma Transliteration B: apostlengisma Transliteration C: apostleggisma Beta Code: a)postle/ggisma

English (LSJ)

ατος, τό, scrapings with the στλεγγίς, Str.5.2.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo quitado con el estrígile, raspadura Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 327] τό, das vom Körper nach dem Salben im Bade Abgestrichene, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστλέγγισμα: τό, πληθ. τὰ ἀποστλεγγίσματα, αἱ ἀκαθαρσίαι ἅς ἀπέξεσέ τις διὰ τῆς στλεγγίδος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ σώματος, Στράβ. 224.

Greek Monolingual

ἀποστλέγγισμα, το (Α)
η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα.