ἀσυνάντητος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)suna/nthtos | |Beta Code=a)suna/nthtos | ||
|Definition=ον, [[not to be met]], [[unsocial]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀξύμβλητον]]. | |Definition=ον, [[not to be met]], [[unsocial]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀξύμβλητον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no admite trato]] Hsch.s.u. ἀξύμβλητον. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | |lstext='''ἀσυνάντητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, [[ἀκοινώνητος]], Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ασυναπάντητος, -η, -ο<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν συναντά [[κανείς]]. | |mltxt=και ασυναπάντητος, -η, -ο<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν συναντά [[κανείς]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Greek Monolingual
και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.