Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφρόγαλα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)fro/gala
|Beta Code=a)fro/gala
|Definition=ακτος, τό, [[frothed milk]], Gal.10.468.
|Definition=ακτος, τό, [[frothed milk]], Gal.10.468.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ακτος, τό<br />[[espuma de leche]] especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρόγαλα''': ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.
|lstext='''ἀφρόγαλα''': ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ακτος, τό<br />[[espuma de leche]] especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αφρόγαλο, το (Α [[ἀφρόγαλα]])<br />η [[κρούστα]] από [[βούτυρο]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του γάλακτος, το [[καϊμάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το εκλεκτότερο [[τμήμα]] ενός πράγματος, ο [[αφρός]].
|mltxt=και αφρόγαλο, το (Α [[ἀφρόγαλα]])<br />η [[κρούστα]] από [[βούτυρο]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του γάλακτος, το [[καϊμάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το εκλεκτότερο [[τμήμα]] ενός πράγματος, ο [[αφρός]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρόγᾰλα Medium diacritics: ἀφρόγαλα Low diacritics: αφρόγαλα Capitals: ΑΦΡΟΓΑΛΑ
Transliteration A: aphrógala Transliteration B: aphrogala Transliteration C: afrogala Beta Code: a)fro/gala

English (LSJ)

ακτος, τό, frothed milk, Gal.10.468.

Spanish (DGE)

-ακτος, τό
espuma de leche especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.

German (Pape)

[Seite 415] τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρόγαλα: ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.

Greek Monolingual

και αφρόγαλο, το (Α ἀφρόγαλα)
η κρούστα από βούτυρο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το καϊμάκι
νεοελλ.
το εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος, ο αφρός.