εἰκαιοβουλία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ei)kaiobouli/a
|Beta Code=ei)kaiobouli/a
|Definition=ἡ, [[rashness]], Hsch.
|Definition=ἡ, [[rashness]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[temeridad]], [[atrevimiento]] τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν [[ἀμοιβάς]] ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP <i>Or</i>.M.65.781A<br /><b class="num">•</b>[[baladronada]], [[insensatez]] Hsch., Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκαιοβουλία''': ἡ, «[[ματαιοβουλία]]», Ζωναρ. 631, «[[ματαιοφροσύνη]]», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.
|lstext='''εἰκαιοβουλία''': ἡ, «[[ματαιοβουλία]]», Ζωναρ. 631, «[[ματαιοφροσύνη]]», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[temeridad]], [[atrevimiento]] τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν [[ἀμοιβάς]] ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP <i>Or</i>.M.65.781A<br /><b class="num">•</b>[[baladronada]], [[insensatez]] Hsch., Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκαιοβουλία]], η (Α)<br />[[βιασύνη]], [[επιπολαιότητα]].
|mltxt=[[εἰκαιοβουλία]], η (Α)<br />[[βιασύνη]], [[επιπολαιότητα]].
}}
}}

Revision as of 15:17, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαιοβουλία Medium diacritics: εἰκαιοβουλία Low diacritics: εικαιοβουλία Capitals: ΕΙΚΑΙΟΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: eikaioboulía Transliteration B: eikaioboulia Transliteration C: eikaiovoulia Beta Code: ei)kaiobouli/a

English (LSJ)

ἡ, rashness, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
temeridad, atrevimiento τῆς ἑαυτῶν εἰκαιοβουλίας οὐκ ἀγαθὰς εὑρήσουσιν ἀμοιβάς ref. a los adoradores de ídolos Cyr.Al.M.71.197C, cf. 300D, 72.213D, de Judas, Procl.CP Or.M.65.781A
baladronada, insensatez Hsch., Sud.

German (Pape)

[Seite 726] ἡ, Unüberlegtheit, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαιοβουλία: ἡ, «ματαιοβουλία», Ζωναρ. 631, «ματαιοφροσύνη», Σουΐδ. ἐν λέξει, Κύριλλ. Ἀλεξ. ΙΙ. 69C, ΙΙΙ. 396C.

Greek Monolingual

εἰκαιοβουλία, η (Α)
βιασύνη, επιπολαιότητα.