ἁρμάμαξα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(rma/maca
|Beta Code=a(rma/maca
|Definition=[μᾰμ], ης, ἡ, [[covered carriage]], esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν [[μαλθακῶς]] κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.
|Definition=[μᾰμ], ης, ἡ, [[covered carriage]], esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν [[μαλθακῶς]] κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-μᾰμ-]<br />[[carro cubierto]], [[carroza]] vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.<i>Ach</i>.70, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.21<br /><b class="num">•</b>gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε [[ἅμα]] ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.<i>Cyr</i>.3.1.40, 6.4.11, <i>An</i>.1.2.16, Plu.2.173f, <i>Them</i>.26, Polyaen.8.54<br /><b class="num">•</b>de un carro triunfal [[ἄγαλμα]] (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἅμαξα]].
|btext=ης (ἡ) :<br />voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[ἅμαξα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-μᾰμ-]<br />[[carro cubierto]], [[carroza]] vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.<i>Ach</i>.70, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.21<br /><b class="num">•</b>gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε [[ἅμα]] ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.<i>Cyr</i>.3.1.40, 6.4.11, <i>An</i>.1.2.16, Plu.2.173f, <i>Them</i>.26, Polyaen.8.54<br /><b class="num">•</b>de un carro triunfal [[ἄγαλμα]] (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰ́μαξα Medium diacritics: ἁρμάμαξα Low diacritics: αρμάμαξα Capitals: ΑΡΜΑΜΑΞΑ
Transliteration A: harmámaxa Transliteration B: harmamaxa Transliteration C: armamaksa Beta Code: a(rma/maca

English (LSJ)

[μᾰμ], ης, ἡ, covered carriage, esp. used by Persians; [Ξέρξης] μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 83; of ambassadors to Susa, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ar.Ach. 70; used by women, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [-μᾰμ-]
carro cubierto, carroza vehículo lujoso de origen persa para viaje Ξέρξης μετεκβαίνεσκε ... ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι (οἱ πρέσβεις) Ar.Ach.70, cf. Philostr.VA 1.21
gener. usado por mujeres ἁρμαμάξας τε ἅμα ἤγοντο, ἐν δὲ παλλακὰς καὶ θεραπηίην πολλὴν ... εὖ ἐσκευασμένην Hdt.7.83, cf. 9.76, X.Cyr.3.1.40, 6.4.11, An.1.2.16, Plu.2.173f, Them.26, Polyaen.8.54
de un carro triunfal ἄγαλμα (Δρουσίλλης) ἐπ' ἐλεφάντων ἐν ἁρμαμάξῃ ἐς τὸν ἱππόδρομον ἐσήγαγε D.C.59.13.8.

German (Pape)

[Seite 355] (ein persisches Wort), ἡ, ein bedeckter morgenländischer Reisewagen, bes. für Frauen, Her. 7, 41 u. Wesseling daselbst. Oft bei Xen., wo es übh. ein Lastwagen ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμάμαξα: -ης, -ἡ, ἅμαξα κεκαλυμμένη καὶ ἀναπαυτική, συνήθως μνημονεύεται ἐν σχέσει πρὸς Περσικὴν χλιδήν, οὕτως ὁ Ξέρξης, ὅτε κατὰ τὴν πορείαν ἐκουράζετο, μεταβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος εἰς ἁρμάμαξαν Ἡρόδ. 7. 41, πρβλ. 83· καὶ περὶ τῶν εἰς Περσίαν πεμπομένων πρεσβευτῶν λέγεται ὅτι ἐπορεύοντο ἐφ’ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 70· μετεχειρίζοντο δὲ αὐτὰς κυρίως οἱ γυναῖκες, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 40., 6. 4, 11, Ἀνάβ. 1. 2, 16, 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
voiture couverte à l'usage des grands personnages orientaux, des femmes de haut rang.
Étymologie: ἅρμα, ἅμαξα.

Greek Monolingual

ἁρμάμαξα, η (Α)
σκεπασμένη αναπαυτική άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο < άρμα + άμαξα, αν δεν πρόκειται για παρετυμολογικό μεταπλασμό δάνειας λέξεως στην Ελληνική].

Greek Monotonic

ἁρμάμαξα: -ης, ἡ, σκεπασμένη άμαξα, που έχει σχέση με τους Πέρσες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· χρησιμοποιούνταν από γυναίκες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμάμαξα:крытая дорожная повозка Her., Arph., Xen., Plut.

Middle Liddell


a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.