ἐναγκάλισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)nagka/lisma
|Beta Code=e)nagka/lisma
|Definition=ατος, τό, [[that which embraces]], <b class="b3">ὠκεανὸς κόσμου ἐ</b>. <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>2</span>.
|Definition=ατος, τό, [[that which embraces]], <b class="b3">ὠκεανὸς κόσμου ἐ</b>. <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> [[LXX]] 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναγκάλισμα''': τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν [[ἐναγκάλισμα]] συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ [[ἀγκάλισμα]] καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ [[παρηγόρημα]] τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.
|lstext='''ἐναγκάλισμα''': τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν [[ἐναγκάλισμα]] συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ [[ἀγκάλισμα]] καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ [[παρηγόρημα]] τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abrazo]], [[lazo afectivo]] ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas</i> [[LXX]] 4<i>Ma</i>.13.21.<br /><b class="num">2</b> [[abrazo]], [[circuición]] ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.<i>Sent</i>.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐναγκάλισμα]])<br />[[περίπτυξη]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οτιδήποτε]] περιβάλλει [[κανείς]] με [[στοργή]], αγαπητό, προσφιλές.
|mltxt=το (Α [[ἐναγκάλισμα]])<br />[[περίπτυξη]], [[αγκάλιασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οτιδήποτε]] περιβάλλει [[κανείς]] με [[στοργή]], αγαπητό, προσφιλές.
}}
}}

Revision as of 15:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγκᾰλισμα Medium diacritics: ἐναγκάλισμα Low diacritics: εναγκάλισμα Capitals: ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: enankálisma Transliteration B: enankalisma Transliteration C: enagkalisma Beta Code: e)nagka/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, that which embraces, ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abrazo, lazo afectivo ἀφ' ὧν συντρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί a partir de los cuales lazos se desarrollan las almas fraternas LXX 4Ma.13.21.
2 abrazo, circuición ὠκεανὸς κόσμου ἐ. Secund.Sent.2.

German (Pape)

[Seite 824] τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v.l.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγκάλισμα: τό, ὅ,τι τις ἐναγκαλίζεται, ὦ σκύμνε, τερπνὸν ἐναγκάλισμα συγγόνων, «ὦ σκύμνε καὶ ὦ Τρωΐλε (μεταφορικῶς) ὦ ἀγκάλισμα καὶ ὦ περιπλοκὴ καὶ παρηγόρημα τερπνὸν... τῶν ἀδελφῶν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 308.

Greek Monolingual

το (Α ἐναγκάλισμα)
περίπτυξη, αγκάλιασμα
αρχ.
οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.