ἄνθεξις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/nqecis
|Beta Code=a)/nqecis
|Definition=εως, ἡ, [[clinging to]], ἀλλήλων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>323b</span> (pl.).
|Definition=εως, ἡ, [[clinging to]], ἀλλήλων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>323b</span> (pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[vínculo]], [[unión]] ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήν Pl.<i>Ep</i>.323b.<br /><b class="num">2</b> [[lucha como competición]] ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξει Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.123.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνθεξις''': -εως, ἡ (ἀντέχομαι) τὸ ἀντέχεσθαί τινος, [[περίπτυξις]], [[ἀλλήλων]] Ἐπιστ. Πλάτ. 323B.
|lstext='''ἄνθεξις''': -εως, ἡ (ἀντέχομαι) τὸ ἀντέχεσθαί τινος, [[περίπτυξις]], [[ἀλλήλων]] Ἐπιστ. Πλάτ. 323B.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[vínculo]], [[unión]] ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήν Pl.<i>Ep</i>.323b.<br /><b class="num">2</b> [[lucha como competición]] ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξει Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.123.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθεξις Medium diacritics: ἄνθεξις Low diacritics: άνθεξις Capitals: ΑΝΘΕΞΙΣ
Transliteration A: ánthexis Transliteration B: anthexis Transliteration C: antheksis Beta Code: a)/nqecis

English (LSJ)

εως, ἡ, clinging to, ἀλλήλων Pl.Ep.323b (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 vínculo, unión ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήν Pl.Ep.323b.
2 lucha como competición ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξει Chrysipp.Stoic.3.123.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, das Anhalten, ἀλλήλων, gegenseitige Umarmung, Plat. Ep. VI, 325 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθεξις: -εως, ἡ (ἀντέχομαι) τὸ ἀντέχεσθαί τινος, περίπτυξις, ἀλλήλων Ἐπιστ. Πλάτ. 323B.

Greek Monolingual

ἄνθεξις, η (Α) αντέχω
1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο
2. περίπτυξη, αγκάλιασμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄνθεξις: εως ἡ объятье (αἱ ἀνθέξεις ἀλλήλων Plat.).