ἄνθεξις

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθεξις Medium diacritics: ἄνθεξις Low diacritics: άνθεξις Capitals: ΑΝΘΕΞΙΣ
Transliteration A: ánthexis Transliteration B: anthexis Transliteration C: antheksis Beta Code: a)/nqecis

English (LSJ)

-εως, ἡ, clinging to, ἀλλήλων Pl.Ep.323b (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 vínculo, unión ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήν Pl.Ep.323b.
2 lucha como competición ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξει Chrysipp.Stoic.3.123.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, das Anhalten, ἀλλήλων, gegenseitige Umarmung, Plat. Ep. VI, 325 b.

Russian (Dvoretsky)

ἄνθεξις: εως ἡ объятье (αἱ ἀνθέξεις ἀλλήλων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθεξις: -εως, ἡ (ἀντέχομαι) τὸ ἀντέχεσθαί τινος, περίπτυξις, ἀλλήλων Ἐπιστ. Πλάτ. 323B.

Greek Monolingual

ἄνθεξις, η (Α) αντέχω
1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο
2. περίπτυξη, αγκάλιασμα.