ἐντεροκήλη: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)nterokh/lh
|Beta Code=e)nterokh/lh
|Definition=ἡ, [[intestinal hernia]], [[rupture]], Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, <span class="bibl">Cels.7.18</span>.
|Definition=ἡ, [[intestinal hernia]], [[rupture]], Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, <span class="bibl">Cels.7.18</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[enterocele]], [[hernia intestinal]] στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en <i>PMich</i>.758.F.re.5<br /><b class="num">•</b>concr. [[hernia escrotal]], [[osqueocele]] περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, <i>Hippiatr</i>.50.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντεροκήλη''': ἡ, «[[ὀλίσθημα]] ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.
|lstext='''ἐντεροκήλη''': ἡ, «[[ὀλίσθημα]] ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[enterocele]], [[hernia intestinal]] στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en <i>PMich</i>.758.F.re.5<br /><b class="num">•</b>concr. [[hernia escrotal]], [[osqueocele]] περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, <i>Hippiatr</i>.50.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐντεροκήλη]])<br />[[κήλη]] που δημιουργείται από [[πτώση]] τμήματος του εντέρου [[μέσα]] στο όσχεο.
|mltxt=η (AM [[ἐντεροκήλη]])<br />[[κήλη]] που δημιουργείται από [[πτώση]] τμήματος του εντέρου [[μέσα]] στο όσχεο.
}}
}}

Revision as of 16:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροκήλη Medium diacritics: ἐντεροκήλη Low diacritics: εντεροκήλη Capitals: ΕΝΤΕΡΟΚΗΛΗ
Transliteration A: enterokḗlē Transliteration B: enterokēlē Transliteration C: enterokili Beta Code: e)nterokh/lh

English (LSJ)

ἡ, intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθέντα Dsc.1.74.2, cf. Gal.11.889, τοὺς πόνους τῶν ἐντεροκηλῶν medic. en PMich.758.F.re.5
concr. hernia escrotal, osqueocele περὶ δὲ ὄσχεον ἐ. Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, Darmbruch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροκήλη: ἡ, «ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον εἰς ὄγκον αἰρόμενον» Πολυδ. Δ΄, 203, κοινῶς «κατέβασμα», «σπάσιμον», Διοσκ. 1. 102, Γαλην. ΙΙ. 275D, 396G, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

η (AM ἐντεροκήλη)
κήλη που δημιουργείται από πτώση τμήματος του εντέρου μέσα στο όσχεο.