Σπερχειός: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(1b) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />le Spercheios, <i>propr.</i> « le rapide », <i>fl. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρχω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σπερχειός''': ὁ, δηλ. ὁ [[ὁρμητικός]], ὁ σπεύδων (ἐκ τοῦ [[σπέρχω]]), ποταμὸς τῆς Θεσσαλίας, Ἰλ. | |lstext='''Σπερχειός''': ὁ, δηλ. ὁ [[ὁρμητικός]], ὁ σπεύδων (ἐκ τοῦ [[σπέρχω]]), ποταμὸς τῆς Θεσσαλίας, Ἰλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le Spercheios, propr. « le rapide », fl. de Thessalie.
Étymologie: σπέρχω.
Greek (Liddell-Scott)
Σπερχειός: ὁ, δηλ. ὁ ὁρμητικός, ὁ σπεύδων (ἐκ τοῦ σπέρχω), ποταμὸς τῆς Θεσσαλίας, Ἰλ.
English (Autenrieth)
Spercheius, a river in Thessaly; as river-god the father of Menestheus, Il. 16.174, , Il. 23.144.
Greek Monotonic
Σπερχειός: ὁ, ο Σπερχειός, δηλ. Ορμητικός (από σπέρχω), ποταμός της Θεσσαλίας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Σπερχειός: ион. Σπερχηϊός ὁ Сперхей (река в южн. Фессалии) Hom., Her.
Middle Liddell
Σπερχειός, οῦ, ὁ,
the Spercheius, i. e. rapid (from σπέρχὠ, a river of Thessaly, Il.