εἰδωλόθυτον: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0725.png Seite 725]] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0725.png Seite 725]] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />chair des victimes.<br />'''Étymologie:''' [[εἴδωλον]], [[θύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰδωλόθῠτον''': τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, [[ἅπερ]] ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ. | |lstext='''εἰδωλόθῠτον''': τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, [[ἅπερ]] ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
German (Pape)
[Seite 725] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chair des victimes.
Étymologie: εἴδωλον, θύω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλόθῠτον: τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, ἅπερ ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ.
English (Strong)
neuter of a compound of εἴδωλον and a presumed derivative of θύω; an image-sacrifice, i.e. part of an idolatrous offering: (meat, thing that is) offered (in sacrifice, sacrificed) to (unto) idols.
Russian (Dvoretsky)
εἰδωλόθῠτον: τό жертва идолам NT.