διαυγέω: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] = [[διαυγάζω]]; ἡμέρας [[ἤδη]] διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. [[διαυγάω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] = [[διαυγάζω]]; ἡμέρας [[ἤδη]] διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. [[διαυγάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />briller à travers, commencer à briller, poindre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], αὐγέω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυγέω''': [[διαυγάζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.). | |lstext='''διαυγέω''': [[διαυγάζω]], Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49. II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4. III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.
Spanish (DGE)
I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.
German (Pape)
[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.
Greek (Liddell-Scott)
διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.
Russian (Dvoretsky)
διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.