δυναστευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] den [[δυνάστης]] betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] den [[δυνάστης]] betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui convient au pouvoir absolu, <i>ou</i> au possesseur d'un pouvoir absolu.<br />'''Étymologie:''' [[δυναστεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠναστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], ἀντίθ. [[πολιτικός]], Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.
|lstext='''δῠναστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], ἀντίθ. [[πολιτικός]], Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui convient au pouvoir absolu, <i>ou</i> au possesseur d'un pouvoir absolu.<br />'''Étymologie:''' [[δυναστεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστευτικός Medium diacritics: δυναστευτικός Low diacritics: δυναστευτικός Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynasteutikós Transliteration B: dynasteutikos Transliteration C: dynasteftikos Beta Code: dunasteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dinástico ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32, αἵρεσις δυναστευτική elección de carácter dinástico e.e., favorable a los intereses de algunas familias, en Élide, Arist.Pol.1306a18.
2 propio de la tiranía op. πολιτικός: (ἰατρεία) οὐ πολιτικὴ ἀλλὰ δυναστευτική remedio no propio de un régimen constitucional, sino de un poder tiránico Arist.Pol.1272b3
propio de un déspota λόγος Plu.2.818a, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
3 poderoso, hegemónico πόλεις Phld.Rh.2.145S., ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς Phld.Adul.5.3G.
II adv. -ῶς despóticamente ποιοῦντας ... πολλὰ δ. καὶ αὐτονόμως Eust.1727.10.

German (Pape)

[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui convient au pouvoir absolu, ou au possesseur d'un pouvoir absolu.
Étymologie: δυναστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς δυνάστην, αὐθαίρετος, ἀντίθ. πολιτικός, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστευτικός: самовластный, абсолютный (ὀλιγαρχία Arst.; λόγος Plut.).