γύμνασμα: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0509.png Seite 509]] τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> exercice gymnique;<br /><b>2</b> exercice de rhétorique.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γύμνασμα''': τό, ἄσκησις, [[γύμνασις]], [[ἐφαρμογή]], Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.
|lstext='''γύμνασμα''': τό, ἄσκησις, [[γύμνασις]], [[ἐφαρμογή]], Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> exercice gymnique;<br /><b>2</b> exercice de rhétorique.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύμνᾰσμα Medium diacritics: γύμνασμα Low diacritics: γύμνασμα Capitals: ΓΥΜΝΑΣΜΑ
Transliteration A: gýmnasma Transliteration B: gymnasma Transliteration C: gymnasma Beta Code: gu/mnasma

English (LSJ)

ατος, τό, A an exercise, γ. καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, cf. J.Ap.1.10, Plu.2.1119d; γ. τῆς ψυχῆς Ph.1.590: in plural, rhetorical text-books, Theo Prog. 1. 2 physical exercises, Ruf. ap. Orib.inc.2.15, Luc.Anach.8,Ath. 10.413c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 ejercicio físico πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις Ruf. en Orib.Inc.18.15, τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖται Luc.Anach.8, θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα X.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1, γ. καὶ μελέτη Plu.2.979a, cf. Ath.413c
como preparación ascética γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶν Clem.Al.Paed.3.8.41, γυμνάσματα τῶν πολεμικῶν entrenamientos para la guerra Plu.2.639e
fig. peyor. ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτων por los muchos ejercicios físicos recibidos ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.
2 sg. y plu. ejercicio intelectual γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆς D.H.Rh.2.1, ἐν σχολῇ μειρακίων γ. ejercicio de jóvenes en la escuela ref. a la historia que escribe Josefo, I.Ap.1.53, γ. ... διαλεκτικόν Plu.2.1119d, γυμνάσματα λόγου M.Ant.10.31, τὰ παραδεδομένα γυμνάσματα los manuales de retórica tradicionales Theo Prog.59.18.

German (Pape)

[Seite 509] τό, Uebung, Luc. gymn. 8; τῆς ῥητορικῆς Dion. Hal.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 exercice gymnique;
2 exercice de rhétorique.
Étymologie: γυμνάζω.

Greek (Liddell-Scott)

γύμνασμα: τό, ἄσκησις, γύμνασις, ἐφαρμογή, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1, Πλούτ. 2. 1119D.

Greek Monolingual

το (AM γύμνασμα) γυμνάζω
σωματική ή πνευματική άσκηση.

Russian (Dvoretsky)

γύμνασμα: ατος τό упражнение, состязание (Luc.; перен. γ. διαλεκτικόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύμνασμα -ατος, τό [γυμνάζω] gymnastiekoefening.