αὔλημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />air de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔλημα''': τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος [[ῥυθμός]], Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ. | |lstext='''αὔλημα''': τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος [[ῥυθμός]], Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, piece of music for the flute, Ar.Ra.1302, Pl.Smp. 216c, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
música compuesta para flauta o tocada por una flauta οὐτος δ' ἀπὸ πάντων μὲν φέρει, ... Καρινῶν αὐλημάτων Ar.Ra.1302, ὑπό ... τῶν αὐλημάτων ... τοιαῦτα πεπόνθασιν Pl.Smp.216c, ὠρχοῦντο ... τὰ αὐλήματα Charo Lamps.1, «κρούματα» <τὰ> αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, αὐλῆσαι ... οὐ μαλακὸν αὔλημα D.Chr.1.1, cf. 1.6, 2.56, ἐὰν δὲ ἐπανατείνῃ τὸ αὔλημα, λείβεται δάκρυα ὑφ' ἡδονῆς αὐταῖς Ael.NA 12.44, αὐ. γαμήλιον Poll.4.80, οἱ δάκτυλοι κυβερνῶσι τὰ αὐλήματα los dedos gobiernan las melodías de la flauta Ach.Tat.8.6.6, cf. X.Smp.6.5
•fig. ᾄδειν δοκεῖ τὰ τῶν ἀνέμων αὐλήματα Ach.Tat.5.16.5.
German (Pape)
[Seite 393] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
air de flûte.
Étymologie: αὐλέω.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλημα: τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος ῥυθμός, Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
αὔλημα, το (Α) αυλός
μουσική παιγμένη με αυλό.
Greek Monotonic
αὔλημα: -ατος, τό (αὐλέω), κομμάτι μουσικής που παίζεται με τον αυλό, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αὔλημα: ατος τό исполняемое на (или в сопровождении) свирели произведение Arph., Plat.