δίζως: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ων [[de doble naturaleza]] ref. a Pan, Theoc.<i>Syr</i>.5.
|dgtxt=-ων [[de doble naturaleza]] ref. a Pan, Theoc.<i>Syr</i>.5.
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. sg.</i> -ων;<br />à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ζωή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίζως''': ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.
|lstext='''δίζως''': ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>acc. sg.</i> -ων;<br />à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[ζωή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίζως]], ο (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που έχει [[διπλή]] [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζως</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[ζωός]]].
|mltxt=[[δίζως]], ο (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που έχει [[διπλή]] [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζως</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[ζωός]]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζως Medium diacritics: δίζως Low diacritics: δίζως Capitals: ΔΙΖΩΣ
Transliteration A: dízōs Transliteration B: dizōs Transliteration C: dizos Beta Code: di/zws

English (LSJ)

ων, of double form, of Pan, Theoc.Syrinx5.

Spanish (DGE)

-ων de doble naturaleza ref. a Pan, Theoc.Syr.5.

French (Bailly abrégé)

acc. sg. -ων;
à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).
Étymologie: δίς, ζωή.

Greek (Liddell-Scott)

δίζως: ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.

Greek Monolingual

δίζως, ο (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ζως, παράλληλος τ. του ζωός].