αὐτότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[capaz]], [[dotado por sí mismo]] τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
|dgtxt=-ον<br />[[capaz]], [[dotado por sí mismo]] τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />instruit par lui-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτότεχνος''': -ον, [[αὐτοδίδακτος]], τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.
|lstext='''αὐτότεχνος''': -ον, [[αὐτοδίδακτος]], τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />instruit par lui-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτότεχνος Medium diacritics: αὐτότεχνος Low diacritics: αυτότεχνος Capitals: ΑΥΤΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: autótechnos Transliteration B: autotechnos Transliteration C: aftotechnos Beta Code: au)to/texnos

English (LSJ)

ον, self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.

Spanish (DGE)

-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.

Greek Monolingual

αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].

Russian (Dvoretsky)

αὐτότεχνος: сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.).