δυσγοήτευτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à tromper par du charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[γοητεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσγοήτευτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
|lstext='''δυσγοήτευτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à tromper par du charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[γοητεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσγοήτευτος Medium diacritics: δυσγοήτευτος Low diacritics: δυσγοήτευτος Capitals: ΔΥΣΓΟΗΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysgoḗteutos Transliteration B: dysgoēteutos Transliteration C: dysgoiteftos Beta Code: dusgoh/teutos

English (LSJ)

ον, hard to seduce by enchantments, Pl.R.413e.

Spanish (DGE)

-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.

Greek Monolingual

δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.

Greek Monotonic

δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.

Middle Liddell

δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.