μίσημα: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mi/shma | |Beta Code=mi/shma | ||
|Definition=ατος, τό, [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>289</span>: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>186</span>; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>73</span>: c. dat., μ. πᾶσιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>407</span>. | |Definition=ατος, τό, [[object of hate]], of persons, ὦ δύσθεον μ. <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>289</span>: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>186</span>; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>73</span>: c. dat., μ. πᾶσιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>407</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μίσημα''': [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407. | |lstext='''μίσημα''': [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:44, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.
Greek (Liddell-Scott)
μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.
Greek Monolingual
μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
Middle Liddell
μῑ́σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.
English (Woodhouse)
object of abhorrence, object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing