κατατρυφάω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katatrufa/w | |Beta Code=katatrufa/w | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make merry]], [[be insolent]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>53</span>; = [[κατασπαταλάω]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. gen., [[delight in]], τοῦ Κυρίου <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>36(37).4</span>; <b class="b3">ἐπὶ πλήθει εἰρήνης</b> ib.''ΙΙ''.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make merry]], [[be insolent]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>53</span>; = [[κατασπαταλάω]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. gen., [[delight in]], τοῦ Κυρίου <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>36(37).4</span>; <b class="b3">ἐπὶ πλήθει εἰρήνης</b> ib.''ΙΙ''.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρυφάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατρῠφάω''': ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς [[διάγω]], Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, [[ἡδέως]] [[διατρίβω]] ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, [[πρός]] τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''κατατρῠφάω''': ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς [[διάγω]], Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, [[ἡδέως]] [[διατρίβω]] ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, [[πρός]] τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:46, 1 October 2022
English (LSJ)
A make merry, be insolent, Luc.JTr.53; = κατασπαταλάω, Hsch. II c. gen., delight in, τοῦ Κυρίου LXX Ps.36(37).4; ἐπὶ πλήθει εἰρήνης ib.ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être arrogant.
Étymologie: κατά, τρυφάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρῠφάω: ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς διάγω, Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, ἡδέως διατρίβω ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, πρός τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ.
Russian (Dvoretsky)
κατατρυφάω: издеваться, глумиться Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τρυφάω brutaal zijn, spotten.