κατεξαναστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεξαναστᾰτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ [[καταφρονητικός]]), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.
|lstext='''κατεξαναστᾰτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ [[καταφρονητικός]]), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la révolte, rebelle contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατεξανίσταμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξαναστᾰτικός Medium diacritics: κατεξαναστατικός Low diacritics: κατεξαναστατικός Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katexanastatikós Transliteration B: katexanastatikos Transliteration C: kateksanastatikos Beta Code: katecanastatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for resisting, ἀλγηδόνων, ὀχληρῶν, S.E.M.11.104, 106; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης M.Ant.8.39.

German (Pape)

[Seite 1395] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem καταφρονητικός entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la révolte, rebelle contre, gén..
Étymologie: κατεξανίσταμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξαναστᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ ἐπιτήδειος εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ καταφρονητικός), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.

Greek Monolingual

κατεξαναστατικός, -ή, -όν (Α) κατεξανίσταμαι
ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῦ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

κατεξᾰναστᾰτικός: бунтарский, непокорный, мятежный (διάνοια Sext.): κ. τινος Sext. восстающий против чего-л.