μελιτίτης: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=meliti/ths
|Beta Code=meliti/ths
|Definition=[<b class="b3">τῑ] οἶνος, ὁ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wine prepared with honey]], Dsc.5.7. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">μ. λίθος</b> [[honey]]-stone, ib.133, Gal.12.195, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>36.140</span> ([[varia lectio|v.l.]]).</span>
|Definition=[<b class="b3">τῑ] οἶνος, ὁ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wine prepared with honey]], Dsc.5.7. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">μ. λίθος</b> [[honey]]-stone, ib.133, Gal.12.195, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>36.140</span> ([[varia lectio|v.l.]]).</span>
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μελιτίτης]] [[οἶνος]], vin miellé;<br /><b>2</b> [[μελιτίτης]] [[λίθος]], topaze, <i>pierre précieuse jaune miel</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῐτίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. [[λίθος]], [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, [[αὐτόθι]] 151, Πλίν. 36. 33.
|lstext='''μελῐτίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. [[λίθος]], [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, [[αὐτόθι]] 151, Πλίν. 36. 33.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μελιτίτης]] [[οἶνος]], vin miellé;<br /><b>2</b> [[μελιτίτης]] [[λίθος]], topaze, <i>pierre précieuse jaune miel</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>μαργαρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>μαργαρ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιτίτης Medium diacritics: μελιτίτης Low diacritics: μελιτίτης Capitals: ΜΕΛΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: melitítēs Transliteration B: melititēs Transliteration C: melititis Beta Code: meliti/ths

English (LSJ)

[τῑ] οἶνος, ὁ, A wine prepared with honey, Dsc.5.7. II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.

Greek Monolingual

μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρ-ίτης)].