μεταμάζιος: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] zwischen den Brüsten; ἔβαλε [[στῆθος]] μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] zwischen den Brüsten; ἔβαλε [[στῆθος]] μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve entre les seins.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μαζός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταμάζιος''': -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε [[στῆθος]] μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν [[μέρος]], Ἀνακρεόντ. 16. 30. | |lstext='''μεταμάζιος''': -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε [[στῆθος]] μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν [[μέρος]], Ἀνακρεόντ. 16. 30. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:48, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (μαζός) between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.
German (Pape)
[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.
English (Autenrieth)
between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.
Greek Monolingual
μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επιμάζιος, υπομάζιος].
Russian (Dvoretsky)
μεταμάζιος: находящийся между сосками (στῆθος Hom.).