μικρύνω: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. [[σμικρύνω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. [[σμικρύνω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rapetisser;<br /><b>2</b> écrire avec un omicron.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρύνω''': ἢ σμικρ-, [ῡ], [[κάμνω]] τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) [[γράφω]] διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.
|lstext='''μῑκρύνω''': ἢ σμικρ-, [ῡ], [[κάμνω]] τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) [[γράφω]] διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rapetisser;<br /><b>2</b> écrire avec un omicron.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μικρύνω]]) [[μικρός]] [[καθιστώ]] [[κάτι]] μικρό, [[μικραίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γράφω]] μια [[λέξη]] με όμικρον και όχι με [[ωμέγα]].
|mltxt=(ΑΜ [[μικρύνω]]) [[μικρός]] [[καθιστώ]] [[κάτι]] μικρό, [[μικραίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γράφω]] μια [[λέξη]] με όμικρον και όχι με [[ωμέγα]].
}}
}}

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρύνω Medium diacritics: μικρύνω Low diacritics: μικρύνω Capitals: ΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: mikrýnō Transliteration B: mikrynō Transliteration C: mikryno Beta Code: mikru/nw

English (LSJ)

or σμικρ-, A belittle, Demetr.Eloc.236. 2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77. 3 write with a short vowel, σμικρυνθέντος τοῦ ο Eust.68.1, cf. Zonar. s.v. ἔρον.

German (Pape)

[Seite 185] klein machen, verkleinern, Sp. Vgl. σμικρύνω.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser;
2 écrire avec un omicron.
Étymologie: μικρός.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρύνω: ἢ σμικρ-, [ῡ], κάμνω τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) γράφω διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.

Greek Monolingual

(ΑΜ μικρύνω) μικρός καθιστώ κάτι μικρό, μικραίνω
μσν.
γράφω μια λέξη με όμικρον και όχι με ωμέγα.