νυκτερευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nuktereutiko/s | |Beta Code=nuktereutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[fit for hunting by night]], κύνες <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.8</span>. | |Definition=ή, όν, [[fit for hunting by night]], κύνες <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.8</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νυκτερεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτερευτικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, [[κύων]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8. | |lstext='''νυκτερευτικός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, [[κύων]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 23:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.
Greek Monolingual
νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).
Greek Monotonic
νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερευτικός: пригодный для ночной охоты (κύων Xen.).
Middle Liddell
νυκτερευτικός, ή, όν
fit for hunting by night, Xen.