πολυσπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσπᾰθής''': -ές, ([[σπάθη]]) ὁ πολὺ [[σπαθητός]], ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
|lstext='''πολυσπᾰθής''': -ές, ([[σπάθη]]) ὁ πολὺ [[σπαθητός]], ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'une trame très serrée.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπάθη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη) close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).

Greek Monotonic

πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυσπᾰθής: плотно сотканный (πέπλα Anth.).

Middle Liddell

πολυ-σπᾰθής, ές σπάθη
thick-woven, Anth.