σολοικία: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ἡ, = [[σολοικισμός]], Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ἡ, = [[σολοικισμός]], Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σολοικία''': ἡ, = [[σολοικισμός]], Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
|lstext='''σολοικία''': ἡ, = [[σολοικισμός]], Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />incorrection, faute.<br />'''Étymologie:''' [[σόλοικος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικία Medium diacritics: σολοικία Low diacritics: σολοικία Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΑ
Transliteration A: soloikía Transliteration B: soloikia Transliteration C: soloikia Beta Code: soloiki/a

English (LSJ)

ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.

Greek Monolingual

ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.

Russian (Dvoretsky)

σολοικία:неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).